- θρυμματισμός
- οη μεταβολή σε θρύμματα, ο κατακερματισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θρυμματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρυμματισμός — ο η μεταβολή σε συντρίμματα, το κατακομμάτιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανατίναξη — η θρυμματισμός συμπαγούς σώματος, καταστροφή κτηρίου, γέφυρας κ.λπ. με εκρηκτικές ύλες ή πεπιεσμένα αέρια … Dictionary of Greek
θραυστήρας — Μηχανή κατάλληλη για τη θραύση ή την πρόθραυση ορυκτών και βράχων. Υπάρχουν θ. με σιαγόνες όμοιες με ένα ζεύγος δαγκάνων, οι οποίες τεμαχίζουν το υλικό που εισάγεται με παλινδρομική κίνηση μεταξύ δύο τμημάτων από χυτοσίδηρο υψηλής αντοχής. Οι… … Dictionary of Greek
θρυμμάτιση — η [θρυμματίζω] ο θρυμματισμός … Dictionary of Greek
θρυμμάτισμα — το [θρυμματίζω] ο θρυμματισμός … Dictionary of Greek
κατακερματισμός — ο (AM κατακερματισμός) [κατακερματίζω] διαίρεση σε μικρά κομμάτια, κατατεμαχισμός, κατακομμάτιασμα νεοελλ. 1. κατασυντριβή, θρυμματισμός, θρυμμάτισμα 2. φρ. «νομισματικός κατακερματισμός» η αλλαγή τών χρημάτων σε μικρά νομίσματα … Dictionary of Greek
κατακομμάτιασμα — το [κατακομματιάζω] 1. ο κατακερματισμός, το πετσόκομμα 2. ο θρυμματισμός, ο τεμαχισμός … Dictionary of Greek
λιθοτριψία — Νέα ιατρική τεχνική που χρησιμοποιεί ηλεκτρισμό ή εστιαζόμενα και συγκεντρωμένα υπερηχητικά κύματα κρούσης. Εφαρμόζεται στην εξωσωματική διάσπαση λίθων που σχηματίζονται κυρίως στο ουροποιητικό σύστημα. Ακολουθείται από έκπλυση με σκοπό την… … Dictionary of Greek
συντριμμός — ο, ΜΑ [συντρίβω] μσν. συντριβή, θραύση, θρυμματισμός αρχ. 1. καταστροφή, όλεθρος («ὀλολυγμὸς... καὶ συντριμμὸς μέγας ἀπὸ τῶν βουνῶν», ΠΔ) 2. φρ. «συντριμμοὶ θανάτου» θλίψεις, πικρίες (ΠΔ) … Dictionary of Greek
σύνθρυψις — ύψεως, ἡ, Μ [συνθρύπτω] 1. συντριβή, θρυμματισμός 2. μτφ. συντριβή τής καρδιάς, βαθύτατη λύπη και απογοήτευση … Dictionary of Greek